share on:

Ορισμός της ουρολοίμωξης

Λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος ( ουρολοίμωξη): ονομάζεται η συνύπαρξη χαρακτηριστικών συμπτωμάτων και σημαντικής παρουσίας βακτηρίων στα ούρα. Τα περισσότερα εργαστήρια ορίζουν τη παρουσία 100,000 βακτηρίων ανά κυβικό εκατοστό ως το διαγνωστικό όριο για σημαντική βακτηριουρία.

Ορισμοί των ουρολοιμώξεων

ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΕΝΤΟΠΙΣΗ

Ανάλογα με την εντόπισή τους, οι ουρολοιμώξεις διαχωρίζονται σε λοιμώξεις του ανώτερου (νεφρός, πύελος) και του κατώτερου ουροποιητικού (ουροδόχος κύστη, ουρήθρα), καθώς και του γεννητικού συστήματος (όρχεις, επιδιδυμίδα, προστάτης). Ο διαχωρισμός αυτός είναι ωστόσο σχετικός, καθώς υπάρχει πάντα η πιθανότητα επέκτασης μιας εντοπισμένης λοίμωξης σε ολόκληρο το σύστημα.

ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

Ανάλογα με την ύπαρξη ή μη συμπτωματολογίας οι ουρολοιμώξεις διακρίνονται σε συμπτωματικές και ασυμπτωματικές. Η συμπτωματολογία και η χρονιότητα αυτής διαχωρίζει τις ουρολοιμώξεις σε οξείες και χρόνιες. Ωστόσο, πρόκειται για λοιμώξεις με διαφορετική αιτιοπαθογένεια, κλινική εικόνα και θεραπευτική αντιμετώπιση. Επιπλέον, ο χαρακτηρισμός «χρόνια» θεωρείται μάλλον άστοχος και πολλοί υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να αποφεύγεται, με εξαίρεση ειδικές περιπτώσεις, όπως είναι η χρόνια βακτηριακή προστατίτιδα, καθώς δεν καθορίζεται συγκεκριμένη χρονική διάρκεια εκδήλωσης της λοίμωξης.

ΕΠΙΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΟΥΡΟΛΟΙΜΩΞΕΙΣ

Οι ουρολοιμώξεις διαχωρίζονται επίσης σε επιπλεγμένες και μη επιπλεγμένες, ανάλογα με την ανατομική ή τη λειτουργική κατάσταση του ουροποιογεννητικού συστήματος και τη γενική κατάσταση του ασθενούς. Ως μη επιπλεγμένη χαρακτηρίζεται μια λοίμωξη, όταν επισυμβαίνει σε υγιές άτομο με ανατομικά και λειτουργικά φυσιολογικό ουροποιογεννητικό σύστημα. Η πλειονότητα των περιπτώσεων αφορά γυναίκες με μεμονωμένη ή υποτροπιάζουσα βακτηριακή κυστίτιδα ή οξεία πυελονεφρίτιδα, οι δε παθογόνοι μικροοργανισμοί είναι συνήθως

ευαίσθητοι σε απλά αντιβιοτικά και εκριζώνονται εύκολα με βραχυπρόθεσμη χορήγηση αντιβιοτικής αγωγής από το στόμα. Αντιθέτως, η επιπλεγμένη ουρολοίμωξη είναι συνυφασμένη με παράγοντες οι οποίοι ευνοούν την ανάπτυξη βακτηριδίων και μειώνουν την αποτελεσματικότητα της αντιβιοτικής αγωγής. Στις περιπτώσεις επιπλεγμένων ουρολοιμώξεων το ουροποιογεννητικό σύστημα παρουσιάζει ανατομική ή λειτουργική ανωμαλία, υπάρχει μειωμένη ανταπόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος, ενώ τα βακτήρια εμφανίζουν αυξημένη λοιμογόνο δύναμη και αντίσταση στα αντιμικροβιακά φάρμακα. Η πλειονότητα των ασθενών είναι άντρες, ωστόσο εδώ συγκαταλέγεται και η ουρολοίμωξη σε εγκύους.

ΕΙΔΙΚΕΣ ΟΥΡΟΛΟΙΜΩΞΕΙΣ

Ένας ακόμα διαχωρισμός των ουρολοιμώξεων είναι σε μη ειδικές και ειδικές, ανάλογα τον παθογόνο μικροοργανισμό. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι ουρολοιμώξεις που προκαλούνται από τα λεγόμενα «κοινά» μικρόβια [Gram (-) ή (+), αναερόβια, άτυπα παθογόνα]. Η κλινική εικόνα είναι κοινότοπη, ανεξάρτητα από τον παθογόνο μικροοργανισμό. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι ουρολοιμώξεις που προκαλούνται από το μυκοβακτήριο της φυματίωσης, από παράσιτα και από μύκητες. Η κλινική εικόνα και τα κλινικοπαθολογικά ευρήματα είναι χαρακτηριστικά του κάθε

παθογόνου μικροοργανισμού.

ΠΡΩΤΗ Η ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΗ ΛΟΙΜΩΞΗ

Είναι η κλινικά και εργαστηριακά διαγνωσμένη λοίμωξη σε ασθενή, στον οποίο δεν έχει προηγηθεί καμιά άλλη ουρολοίμωξη ή που συμβαίνει τουλάχιστον 6 μήνες μετά από προηγούμενη ουρολοίμωξη

ΜΗ ΘΕΡΑΠΕΥΘΕΙΣΑ ΛΟΙΜΩΞΗ

Ο όρος υποδηλώνει την αποτυχία της αρχικής θεραπείας να εκριζώσει τα βακτήρια από τα ούρα. Κύρια αίτια είναι η μικροβιακή αντίσταση, η ανεπαρκής δοσολογία των αντιβιοτικών και διαταραχές που μειώνουν τη δράση των αντιβιοτικών (π.χ. ύπαρξη λίθου).

ΕΠΙΜΟΝΗ ΒΑΚΤΗΡΙΟΥΡΙΑ

Πρόκειται για την ανεύρεση του ίδιου μικροοργανισμού σε καλλιέργεια ούρων που διενεργείται κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής και ανεξάρτητα από τον ποσοτικό του προσδιορισμό. Υποδηλώνει ανεπάρκεια της αρχικής αγωγής, κυρίως λόγω αντοχής του μικροοργανισμού σε αυτή.

ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΥΣΑ ΛΟΙΜΩΞΗ

Είναι η λοίμωξη που προκαλείται από τον ίδιο μικροοργανισμό εντός δύο εβδομάδων μετά τη συμπλήρωση της αντιμικροβιακής θεραπείας.

ΒΑΚΤΗΡΙΑΚΗ ΕΜΜΟΝΗ

Είναι η υποτροπιάζουσα λοίμωξη από τον ίδιο μικροοργανισμό, όπως η αρχική, μετά από τεκμηριωμένα επιτυχή θεραπεία της προηγηθείσας λοίμωξης (αρνητική καλλιέργεια ούρων). Κύριο αίτιο είναι η ύπαρξη κάποιας υποκείμενης ανωμαλίας στο ουροποιογεννητικό (π.χ. φλεγμονώδης λίθος), η οποία ευνοεί την παραμονή του μικροοργανισμού παρά τη θεραπεία.

ΕΠΑΝΑΜΟΛΥΝΣΗ

Πρόκειται για νέα ουρολοίμωξη από διαφορετικό παθογόνο μικροοργανισμό, μετά από τεκμηριωμένη ίαση της προηγούμενης ουρολοίμωξης. Πολύ συχνά ο υπεύθυνος παθογόνος μικροοργανισμός προέρχεται από κάποια εστία εκτός του ουροποιητικού.

 

Μικρόβια που προκαλούν ουρολοιμώξεις

ΚΟΛΟΒΑΚΤΗΡΙΔΙΑ

Οι περισσότεροι μικροοργανισμοί που προκαλούν λοιμώξεις του ουροποιογεννητικού προέρχονται κυρίως από την εντερική χλωρίδα, αλλά και από τη χλωρίδα του κόλπου και του περινέου. Η Escherichia coli αποτελεί μακράν τον πιο συχνό παθογόνο μικροοργανισμό, ο οποίος ευθύνεται για το 85% των ουρολοιμώξεων της κοινότητας και για το 50% των νοσοκομειακών ουρολοιμώξεων. Άλλα παθογόνα μικρόβια που ευθύνονται για ουρολοιμώξεις της κοινότητας είναι Gram αρνητικά εντεροβακτήρια, όπως Proteus, Klebsiella, Enterobacter spp, καθώς και Gram θετικά βακτήρια, όπως Enterococcus faecalis και Staphylococcus saprophyticus.

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ

Νοσοκομειακές ουρολοιμώξεις προκαλούνται εκτός της E.coli από Gram αρνητικά και θετικά βακτήρια, όπως Klebsiella, Enterobacter, Citrobacter, Serratia, Pseudomonas aerginosa, Providencia, Enterococcus faecalis, Staphylococcus epidermidis και Staphylococcus aureus. Μικροοργανισμοί, όπως Gardnerella, Ureaplasma urealyticum και Mycolasma spp απαντώνται σπανίως και σε περιπτώσεις ασθενών με μόνιμους ουροκαθετήρες ή που υποβάλλονται σε διαλείποντες καθετηριασμούς της ουροδόχου κύστης

ΕΠΙΠΤΩΣΗ

Η επίπτωση των διάφορων παθογόνων μικροοργανισμών είναι διαφορετική ανάλογα με την ηλικία, το φύλο καθώς και σε διάφορες καταστάσεις. Για παράδειγμα, ο S. saprophyticus ευθύνεται για το 10% των συμπτωματικών λοιμώξεων του κατώτερου ουροποιητικού σε νεαρές, σεξουαλικώς ενεργές γυναίκες, ενώ σπανίως προκαλεί λοιμώξεις σε άντρες και ηλικιωμένα άτομα. Οι β-αιμολυτικοί στρεπτόκοκκοι ευθύνονται για ουρολοιμώξεις κυρίως σε εγκύους. Στα παιδιά οι Klebiella και Εnterobacter spp είναι οι πιο συχνοί παθογόνοι μικροοργανισμοί.

ΑΝΑΕΡΟΒΙΑ

Τέλος, οι ουρολοιμώξεις από αναερόβια βακτήρια είναι σπάνιες, παρόλο που περιοχές όπως η οπίσθια ουρήθρα, το περίνεο και ο κόλπος είναι φυσιολογικά αποικισμένες από αναερόβια. Συνήθως πρόκειται για διαπυημένες φλεγμονές, όπως τα περινεφρικά αποστήματα και τα αποστήματα του προστάτη και του περινέου. Τα Bacteroides Fragilis, Fusobacterium spp και Clostridium perfringens είναι τα συνηθέστερα αναερόβια που απομονώνονται σε αυτές τις περιπτώσεις

 

Επιδημιολογία της ουρολοίμωξης

Οι ουρολοιμώξεις είναι πολύ συνηθισμένες στην κλινική πράξη. Το 1 με 3% των ιατρικών επισκέψεων οφείλεται στις ουρολοιμώξεις. Σχεδόν οι μισές γυναίκες θα πάθουν τουλάχιστον μία ουρολοίμωξη κατά τη διάρκεια της ζωής τους και το 20 με 30% αυτών θα υποτροπιάσουν.

Διάγνωση της ουρολοίμωξης

Η λεπτομερής λήψη ιστορικού και η κλινική εξέταση είναι αναπόσπαστα μέρη της αρχικής εκτίμησης. Το stick ούρων και η μικροσκοπική εξέταση των ούρων μπορούν να επιβεβαιώσουν την υποψία ουρολοίμωξης, ενώ η καλλιέργεια των ούρων ταυτοποιεί τον παθογόνο μικροοργανισμό και την ευαισθησία του σε αντιβιοτικά. Συχνά μπορεί να χρειαστεί και εξέταση με υπέρηχο για να αποκλειστεί απόφραξη του νεφρού ή αδυναμία κένωσης της κύστης.

 

Εργαστηριακές εξετάσεις για ουρολοίμωξη

ΓΕΝΙΚΗ ΟΥΡΩΝ

Η μικροσκοπική ανάλυση των ούρων είναι μια απλή και γρήγορη διαγνωστική μέθοδος. Μπορεί να αναδείξει την ύπαρξη πυοσφαιρίων, ερυθρών αιμοσφαιρίων, καθώς και μικροοργανισμών στα ούρα, θέτοντας τις βάσεις για τη διάγνωση της ουρολοίμωξης. Η πυουρία, δηλαδή η ύπαρξη λευκών αιμοσφαιρίων στα ούρα, και η βακτηριουρία, δηλαδή η ανίχνευση βακτηρίων στα ούρα, είναι ενδεικτικά στοιχεία μιας ουρολοίμωξης. Πάνω από τρία λευκά αιμοσφαίρια (πυοσφαίρια) κατά οπτικό πεδίο (κοπ) θεωρείται ότι θέτουν την υποψία της ουρολοίμωξης. Από κλινικές μελέτες προκύπτει, ότι ο καθορισμός των πυοσφαιρίων στα ούρα έχει 80-95% ευαισθησία και 50-76% ειδικότητα για τις ουρολοιμώξεις. Από την άλλη μεριά, η μικροσκοπική ανίχνευση βακτηρίων είναι εφικτή και αξιόπιστη εφόσον ο αριθμός των βακτηρίων ανά χιλιοστόλιτρο υπερβαίνει τα 105.

Η παρουσία του ενός παράγοντα δεν σημαίνει και την ύπαρξη του άλλου. Έτσι, βακτηριουρία χωρίς πυουρία είναι ένδειξη βακτηριακού αποικισμού, αλλά δεν σημαίνει απαραιτήτως και ύπαρξη λοίμωξης. Γενικά, η απουσία πυουρίας καθιστά αμφίβολη τη διάγνωση της ουρολοίμωξης, η οποία πλέον επαφίεται στα ευρήματα της καλλιέργειας των ούρων. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλές νόσοι, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν σημαντική πυουρία, απουσία βακτηριουρίας. Εκτός από τη φυματίωση του ουροποιητικού, όπου η στείρα πυουρία αποτελεί χαρακτηριστικό εύρημα, υπάρχουν και άλλες καταστάσεις, όπως η λιθίαση γενικότερα και, ειδικότερα, οι κοραλλιογενείς λίθοι, η σπειραματονεφρίτιδα και η διάμεση κυστίτιδα.

Μικροσκοπική αιματουρία ανευρίσκεται στο 40-60% των περιπτώσεων κυστίτιδας. Γενικά, η ανίχνευση μικροοργανισμών και ερυθρών αιμοσφαιρίων στα ούρα είναι παράγοντες με χαμηλή ευαισθησία, αλλά με υψηλή ειδικότητα για τις ουρολοιμώξεις.

ΣΤΙΚ ΟΥΡΩΝ

Τα διάφορα βιοχημικά και ενζυματικά τεστ, γνωστά και ως stick ούρων χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση κυρίως πυουρίας και βακτηριουρίας. Τα stick ούρων βασίζονται στη δοκιμασία της εστεράσης των λευκοκυττάρων, η ανίχνευση της οποίας υποδηλώνει πυουρία, και στην ανίχνευση νιτρωδών αλάτων, η ύπαρξη των οποίων στα ούρα υποδηλώνει βακτηριουρία, καθώς πολλά Gram αρνητικά βακτήρια έχουν τη δυνατότητα μετατροπής των νιτρικών αλάτων των ούρων σε νιτρώδη. Η ευαισθησία και η ειδικότητα των stick ούρων παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις, με αποτέλεσμα να υπάρχει σχετικά μεγάλο ποσοστό ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων. Ως εκ τούτου, η διαγνωστική τους αξία είναι περιορισμένη, χρησιμοποιούνται εντούτοις ευρέως για μια εύκολη και γρήγορη πρώτη εκτίμηση

 

ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΟΥΡΩΝ

Η αναγνώριση παθογόνων μικροοργανισμών στα ούρα και ο ποσοτικός προσδιορισμός τους αποτελεί τη βασικότερη διαγνωστική μέθοδο των ουρολοιμώξεων. Η συλλογή ούρων προς καλλιέργεια πρέπει να γίνεται σε αποστειρωμένους συλλέκτες και να αποστέλλονται αμέσως στο εργαστήριο. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό, τα ούρα μπορούν να παραμείνουν σε ψυγείο μέχρι και 24 ώρες. Το εργαστήριο, επίσης, πρέπει να ενημερώνεται στην περίπτωση που ο ασθενής λαμβάνει αντιβιοτικά φάρμακα.

Ο προσδιορισμός του αριθμού των μικροοργανισμών έγκειται στη μέτρηση των αποικιών ανά χιλιοστόλιτρο ούρων (Colony Forming Units – CFU/ml). Ο καθορισμός του ορίου για το χαρακτηρισμό της κλινικά σημαντικής βακτηριουρίας είναι σε ορισμένες περιπτώσεις δύσκολος. Αν και έχει επικρατήσει να θεωρείται κλινικά σημαντική βακτηριουρία όταν ο αριθμός των μικροοργανισμών είναι >105 CFU/ml, εντούτοις το όριο αυτό αμφισβητείται σήμερα, καθώς το 20-40% των γυναικών με συμπτωματική ουρολοίμωξη εμφανίζει βακτηριουρία της τάξης του 102-104 CFU/ml. Τα ευρήματα αυτά οφείλονται αφενός στο χαμηλό ρυθμό πολλαπλασιασμού των βακτηρίων, αφετέρου στις συχνές κενώσεις της ουροδόχου κύστης εξαιτίας των ερεθιστικών συμπτωμάτων. Σύμφωνα με τα νεότερα δεδομένα, κλινικά σημαντική βακτηριουρία θεωρείται στις εξής περιπτώσεις:

• >103 CFU/ml στην οξεία μη επιπλεγμένη κυστίτιδα στις γυναίκες.

• >104 CFU/ml στην οξεία μη επιπλεγμένη πυελονεφρίτιδα στις γυναίκες.

• >105 CFU/ml σε κάθε περίπτωση στις γυναίκες

• >104 CFU/ml σε κάθε περίπτωση στους άντρες ή σε καλλιέργεια δείγματος ούρων από καθετήρα σε επιπλεγμένη ουρολοίμωξη σε γυναίκες.

Σημαντικά κλινική βακτηριουρία θεωρείται επίσης και κάθε περίπτωση ανίχνευσης μικροοργανισμών σε καλλιέργεια δείγματος ούρων από υπερηβική παρακέντηση. Τέλος, η διάγνωση της ασυμπτωματικής βακτηριουρίας τίθεται όταν σε δύο διαδοχικές καλλιέργειες ούρων, που λαμβάνονται σε χρονική απόσταση >24 ωρών, απομονωθεί ο ίδιος μικροοργανισμός σε αριθμό >105 CFU/ml.

 

Απεικονιστικές εξετάσεις για ουρολοίμωξη

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

Στις περισσότερες περιπτώσεις ουρολοιμώξεων δεν απαιτείται απεικονιστικός έλεγχος, καθώς η κλινική εικόνα και τα εργαστηριακά ευρήματα από μόνα τους επαρκούν για να τεθεί η ακριβής διάγνωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, η χρήση απεικονιστικών μεθόδων είναι απαραίτητη, με σκοπό την εντόπιση της εστίας της λοίμωξης και την αναγνώριση υποκείμενων ανωμαλιών στο ουροποιογεννητικό σύστημα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι ουρολοιμώξεις στους άντρες και στα κατεσταλμένα άτομα, οι εμπύρετες ουρολοιμώξεις, περιπτώσεις όπου τίθεται η υποψία απόφραξης, η αποτυχία ανταπόκρισης στην αντιβιοτική θεραπεία και οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, απόρροια βακτηριακής εμμονής στο ουροποιογεννητικό σύστημα. Οι απεικονιστικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι οι εξής:

ΑΠΛΗ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΝΟΚ

Χρησιμοποιείται για μια πρώτη εκτίμηση του ουροποιογεννητικού. Μπορεί να δείξει την ύπαρξη ακτινοσκιερών λίθων, αλλά και να θέσει την υποψία ύπαρξης ανωμαλιών, όπως ανώμαλη σκίαση των νεφρών και του ψοΐτη μυός, απόρροια νεφρικού ή περινεφρικού αποστήματος, τα ευρήματα ωστόσο δεν είναι ειδικά

ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΑ ΠΥΕΛΟΓΡΑΦΙΑ

Θεωρείται εξέταση ρουτίνας σε περιπτώσεις επιπλεγμένων ουρολοιμώξεων. Χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της θέσης και της έκτασης στις περιπτώσεις αποφρακτικής ουροπάθειας. Εντούτοις δεν θεωρείται εξέταση εκλογής για την εκτίμηση καταστάσεων, όπως η πυονέφρωση και το νεφρικό απόστημα.

ΚΥΣΤΕΟΟΥΡΗΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Αποτελεί βασική εξέταση για την εκτίμηση της κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης. Χρησιμοποιείται, επίσης, και για την αξιολόγηση ασθενών με νευρογενή κύστη και ουρηθρικά εκκολπώματα, τα οποία, αν και σπάνια, προκαλούν εμμένουσες ουρολοιμώξεις.

ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΗΜΑ

Θεωρείται ίσως η σημαντικότερη μέθοδος για την απεικόνιση των νεφρών, καθώς έχει το πλεονέκτημα ότι είναι μη επεμβατική, η διενέργειά της είναι εύκολη και γρήγορη, ενώ ο ασθενής δεν εκτίθεται σε κανενός είδους ακτινοβολία. Το υπερηχογράφημα είναι ιδιαιτέρως χρήσιμο, όσον αφορά την αναγνώριση νεφρολιθίασης, υδρονέφρωσης, πυονέφρωσης και περινεφρικού αποστήματος. Επιπλέον, είναι δυνατή και η μέτρηση του υπολείμματος ούρων μετά από ούρηση. Το βασικό μειονέκτημα του υπερηχογραφήματος είναι ότι η διαγνωστική του ακρίβεια έγκειται στην εμπειρία του εξεταστή.

ΑΞΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ

Και οι δύο αυτές μέθοδοι προσφέρουν την πιο λεπτομερή απεικόνιση της ανατομίας του ουροποιογεννητικού συστήματος. Έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία από την ενδοφλέβια πυελογραφία και το υπερηχογράφημα, όσον αφορά τη διάγνωση της εστιακής βακτηριακής νεφρίτιδας, του νεφρικού και περινεφρικού αποστήματος και της λιθίασης. Επίσης, με τη βοήθεια του αξονικού τομογράφου είναι δυνατή η διαδερμική παροχέτευση περι- και παρα- νεφρικών αποστημάτων.

Συμπτώματα ουρολοίμωξης

Η ουρολοίμωξη μπορεί να παρουσιαστεί με μια ποικιλία συμπτωμάτων, αλλά μπορεί να είναι και εντελώς ασυμπτωματική και να διαγνωστεί μόνο μετά από εξέταση ούρων. Τα συμπτώματα διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία και το φύλο καθώς επίσης και ανάλογα το σημείο και τη βαρύτητα της λοίμωξης.Τα κυριότερα συμπτώματα ουρολοίμωξης είναι: συχνουρία, επώδυνη ούρηση μικρών ποσοτήτων ούρων, παρουσία αίματος στα ούρα, δύσοσμα και θολά ούρα, επιτακτική ούρηση

ΑΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΗ ΒΑΚΤΗΡΙΟΥΡΙΑ.

Συχνά έχουμε παρουσία μικροβίων στα ούρα χωρίς αυτή να συνοδεύεται από συμπτώματα. Αυτές οι περιπτώσεις συνήθως δεν χρειάζονται θεραπεία εκτός και αν συμβούν σε άτομα που βρίσκονται σε ανοσοκαταστολή ή σε εγκύους

ΤΟΠΙΚΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

Τα πιο κλασσικά συμπτώματα ουρολοίμωξης είναι ό πόνος ή το τσούξιμο στην ούρηση, ο οποίος συνοδεύεται από έντονη επιθυμία για συχνή ούρηση στην οποία ο ασθενής με δυσκολία βγάζει μικρές ποσότητες ούρων. Τα ούρα μπορεί να μυρίζουν άσχημα και να είναι από θολά ως και πυώδη. Στις γυναίκες μπορούμε να έχουμε μερικές φορές και την παρουσία αίματος στα ούρα ή και πόνο χαμηλά στην κοιλιά.

ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

Οξεία ουρολοίμωξη σε όργανα όπως τα νεφρά και ο προστάτης, μπορεί να προκαλέσει υψηλό πυρετό με ρίγος. Η πυελονεφρίτιδα εκτός από πυρετό μπορεί να προκαλέσει και οσφυϊκό πόνο σαν του κολικού και να συνοδεύεται από ναυτία και εμετό. Η ύπαρξη αυτών των συμπτωμάτων σημαίνει συνήθως οτι ο ασθενής δεν μπορεί να πάρει φάρμακα από το στόμα στο σπίτι και ότι θα χρειαστεί νοσηλεία για ενδοφλέβια αγωγή.

ΣΥΣΤΗΜΙΚΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

Σύνδρομο SIRS

Το σύνδρομο SIRS είναι μια σοβαρή κατάσταση που σχετίζεται με γενικευμένη φλεγμονή και δυσλειτουργία οργάνων. Όταν σχετίζεται με αποδεδειγμένη λοίμωξη τότε λέμε ότι ο ασθενής βρίσκεται σε σήψη. Ορισμένα από τα κριτήρια για τη διάγνωση του συνδρόμου SIRS είναι : θερμοκρασία κάτω από 36 βαθμούς Κελσίου ή πάνω από 38 βαθμούς Κελσίου, καρδιακή συχνότητα πάνω από 90 σφυγμούς το λεπτό, ταχύπνοια (πάνω από 20 αναπνοές το λεπτό), λευκά αιμοσφαίρια στο αίμα λιγότερα από 4000/κ.χιλ ή πάνω από 12.000/κ.χιλ, υπεργλυκαιμία χωρίς να υπάρχει σακχαρώδης διαβήτης και αλλοιωμένη πνευματική κατάσταση. Όταν ο ασθενής έχει δυο ή περισσότερα από αυτά τα κριτήρια θεωρούμε ότι πάσχει από σύνδρομο SIRS.

Σηπτικό σοκ και πολυ-οργανική ανεπάρκεια

Όταν ο ασθενής βρίσκεται σε βαριά σήψη και έχει χαμηλή πίεση και αιμοδυναμική αστάθεια η οποία δεν μπορεί να διορθωθεί με τη χρήση ενδοφλέβιων υγρών και φαρμάκων, τότε λέμε ότι βρίσκεται σε σηπτικό σοκ. Στις πιο βαριές περιπτώσεις διάφορα όργανα όπως τα νεφρά και το συκώτι παύουν να λειτουργούν με αποτέλεσμα ο ασθενής να μην βγάζει ουρά και να γεμίζει ο οργανισμός με τοξικά προϊόντα του μεταβολισμού. Σε αυτή την περίπτωση ο κίνδυνος θανάτου είναι πολύ ψηλός

 

Διαφορική διάγνωση ουρολοιμώξεων

Πολλά από τα συμπτώματα της ουρολοίμωξης μπορεί να εμφανιστούν σε γυναίκες που έχουν ουρηθρικό σύνδρομο χωρίς βακτηριακή λοίμωξη ή σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση που πάσχουν από ατροφική κολπίτιδα και ουρηθρίτιδα. Παρόμοια συμπτώματα μπορεί να προκαλέσουν και λοιμώξεις των γυναικείων γεννητικών οργάνων. Στους άντρες η υπερπλασία του προστάτη μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα παρόμοια με της ουρολοίμωξης.

ΥΠΕΡΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΥΣΤΗ

Στην περίπτωση υπερλειτουργικής κύστης, ο εξωστήρας μυς της κύστης κάνει ακούσιες συσπάσεις χωρίς να υπάρχει εντολή για ούρηση. Η υπερλειτουργική κύστη μπορεί να οφείλεται είτε σε κάποια ιδιοπαθή κατάσταση είτε να είναι απόρροια νευρολογικής νόσου. Η υπερλειτουργική κύστη εκδηλώνεται με συχνοουρία, επιτακτικότητα και μερικές φορές με ακράτεια, συμπτώματα τα οποία μπορεί να μπερδευτούν με αυτά μιας ουρολοίμωξης.

ΥΠΕΡΠΛΑΣΙΑ ΠΡΟΣΤΑΤΗ

Η υπερπλασία και διόγκωση του προστάτη αδένα μπορεί να προκαλέσει απόφραξη στη ροή των ούρων με αποτέλεσμα συμπτώματα στην αποθήκευση και ροή των ούρων. Οι ασθενείς με υπερπλασία προστάτη μπορεί να έχουν δυσκολία στην ούρηση ή να νιώθουν επιτακτικότητα και συχνοουρία, συμπτώματα που μπορεί να μοιάζουν με ουρολοίμωξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συνυπάρχει υπερπλασία προστάτη και ουρολοίμωξη.

ΜΗ ΒΑΚΤΗΡΙΑΚΗ ΠΡΟΣΤΑΤΙΔΑ

Στην περίπτωση χρόνιας μη βακτηριακής προστατίτιδας ή αλλιώς χρόνιου πυελικού πόνου, ο ασθενής μπορεί να έχει συμπτώματα χωρίς να υπάρχει παρουσία παθογόνων μικροβίων. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να είναι εξαιρετικά ποικίλα και άτυπα και να προσομοιάζουν διάφορες παθήσεις.

ΛΙΘΙΑΣΗ ΚΥΣΤΗΣ

Η παρουσία πέτρας μέσα στην κύστη μπορεί να δώσει συμπτώματα όπως αίμα στα ούρα, δυσκολία στην ούρηση και συχνοουρία. Αν και συχνά μπορεί να συνυπάρχει και ουρολοίμωξη, η αιτία θα πρέπει να ξεκαθαριστεί μα ένα υπερηχογράφημα. συμπτώματα ούρησης και πόνο στα γεννητικά όργανα μπορεί να δώσει και μια πέτρα στο κάτω τμήμα του ουρητήρα κοντά στην κύστη.

ΟΓΚΟΣ ΚΥΣΤΗΣ

Οι όγκοι της ουροδόχου κύστης μπορούν να δώσουν συμπτώματα παρόμοια με αυτά της ουρολοίμωξης. Ιδιαίτερα δύσκολος στη διαφορική διάγνωση είναι ο επιφανειακός in situ καρκίνος της ουροδόχου κύστης ο οποίος μπορεί να χρειαστεί κυτταρολογική ούρων και βιοψίες της ουροδόχου κύστης για τη διάγνωση.

ΜΕΤΑΚΤΙΝΙΚΗ ΚΥΣΤΙΤΙΔΑ

Ασθενείς που έχουν κάνει ακτινοθεραπεία στην ελάσσονα πύελο για διάφορες κακοήθειες όπως καρκίνος προστάτη ή γεννητικών οργάνων στις γυναίκες μπορούν να εμφανίσουν κυστίτιδα από ακτινοβολία. Τα συμπτώματα μπορούν να εμφανιστούν ακόμα και χρόνια μετά την ακτινοβολία και μοιάζουν με αυτά της ουρολοίμωξης

ΚΟΛΠΙΤΙΔΑ

Οι γυναίκες συχνά υποφέρουν από κολπίτιδες οι οποίες προκαλούνται από μύκητες, τριχομονάδες ή σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Το χαρακτηριστικό τους είναι το κολπικό έκκριμα και η φαγούρα, αλλά συχνά μπορεί να έχουν και συμπτώματα παρόμοια της ουρολοίμωξης. Οι γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση συχνά πάσχουν από ατροφική κολπίτιδα λόγω της έλλειψης οιστρογόνων. Η ατροφική κολπίτιδα μπορεί να είναι και αιτία για υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις.

Θεραπεία της ουρολοίμωξης

Οι απλές, μη επιπλεγμένες ουρολοιμώξεις αντιμετωπίζονται εύκολα με αντιβίωση από το στόμα. Αν ο ασθενής έχει υψηλό πυρετό, ναυτία και έμετους,πιθανότατα θα χρειαστεί νοσηλεία και ενδοφλέβια αντιβίωση και αγωγή. Στην περίπτωση απόφραξης του νεφρού από πέτρα, θα χρειαστεί παροχέτευση των ούρων με νεφροστομία ή ουρητηρικό καθετήρα. Αν ο ασθενής έχει επίσχεση ούρων, θα χρειαστεί να γίνει τοποθέτηση καθετήρα.

Νέες γυναίκες χωρίς άλλες παθήσεις, σπάνια χρειάζονται περαιτέρω εξετάσεις στην περίπτωση απλών, μη επιπλεγμένων λοιμώξεων του κατώτερου ουροποιητικού. Περαιτέρω απεικονιστικός ή κυστεοσκοπικός έλεγχος μπορεί να χρειαστεί όταν η λοίμωξη δεν υποχωρεί, συνυπάρχουν παθήσεις ή ανωμαλίες της ουροποιητικής οδού καθώς και στην περίπτωση υποτροπιάζουσων ουρολοιμώξεων. Επίσης έλεγχος χρειάζεται και σε ασθενείς με ατελή κένωση της κύστης λόγω υπερπλασίας προστάτη ή νευρολογικής νόσου.

Η διασπορά των μικροβίων από την κύστη στο νεφρό μπορεί να οδηγήσει σε πυελονεφρίτιδα. Σε ασθενείς σακχαροδιαβητικούς ή ανοσοκατασταλμένους μπορεί να δημιουργηθεί απόστημα του νεφρού. Στην περίπτωση απόφραξης του νεφρού μπορεί να δημιουργηθεί πυόνεφρος. Αυτές είναι σοβαρές καταστάσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε σηψαιμία και νεφρική βλάβη.

Εικόνα admin

Αντώνιος Λογοθέτης Ουρολόγος, Fellow European Board of Urology

Σπούδασα στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο και αποφοίτησα το 2003. Ειδικεύτηκα για 1 ½ χρόνο στη χειρουργική στο Νοσοκομείο Παίδων Πεντέλης, έπειτα για 6 μήνες στην Ουρολογική Κλινική του Νοσοκομείου Σύρου και για 4 χρόνια στην Β’ Πανεπιστημιακή Κλινική του Σισμανόγλειου Νοσοκομείου. Η συνεχής ενημέρωση στον τομέα της ουρολογίας είναι πρωταρχικός μου στόχος, έτσι μετά εξειδικεύτηκα στην Ακράτεια και τη Νευροουρολογία στο Νοσοκομείο Southmead NHS Trust, Bristol στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ογκολογική Ουρολογία στο νοσοκομείο The Christie NHS Foundation Trust Manchester. Οι τομείς που ειδικεύομαι είναι η νευροουρολογία, η ουροδυναμική, η στυτική δυσλειτουργία, υπογονιμότητα, η γυναικο-ουρολογία και η ακράτεια. Είμαι επιστημονικός συνεργάτης του Ιατρικού Αθηνών όπου είμαι υπεύθυνος για το Ουροδυναμικό εργαστήριο και επιστημονικός συνεργάτης για τον καρκίνο του πέους της Β’ Πανεπιστημιακής Ουρολογικής Κλινικής και υποψήφιος διδάκτορας.