Γενικές αρχές για τη χρήση αντιβίωσης
Η αποτελεσματικότητα μιας αντιβίωσης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα επίπεδα του φαρμάκου στα ούρα και από τη χρονική διάρκεια κατά την οποία τα επίπεδα αυτά παραμένουν πάνω από την ελάχιστη βακτηριοκτόνο ή βακτηριοστατική συγκέντρωση. Ως εκ τούτου, η λύση της ουρολοίμωξης είναι στενά συνυφασμένη με την ευαισθησία του μικροοργανισμού στη συγκέντρωση της αντιβίωσης στα ούρα. Η συγκέντρωση της αντιμικροβιακής ουσίας στο αίμα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία στη θεραπεία μη επιπλεγμένων ουρολοιμώξεων. Αντιθέτως έχει μεγάλη σημασία στις εμπύρετες ουρολοιμώξεις και στη βακτηριαιμία, όπως συμβαίνει στις λοιμώξεις του νεφρού, του προστάτη και της επιδιδυμίδας. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι μη επιπλεγμένες λοιμώξεις της ουροδόχου κύστης (κυστίτιδα) ανταποκρίνονται γενικά ταχύτερα και αποτελεσματικότερα στην αντιβιοτική αγωγή από τις επιπλεγμένες φλεγμονές των παρεγχυματικών οργάνων του ουροποιογεννητικού συστήματος ( προστατίτιδα, πυελονεφρίτιδα).
Η επιλογή της κατάλληλης αντιβίωσης πρέπει να γίνεται με βάση το φάσμα δράσης του φαρμάκου κατά του παθογόνου μικροοργανισμού. Ένας παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη –και που συχνά υποτιμάται η σημασία του– είναι οι επιπτώσεις που έχουν οι αντιβιώσεις στη χλωρίδα του εντέρου και του κόλπου, καθώς και στο νοσοκομειακό μικροβιακό περιβάλλον, με αποτέλεσμα η βακτηριακή ευαισθησία στα αντιβιοτικά να παρουσιάζει αλλαγές. Συνεπώς πρέπει να επιλέγεται κατ’ αρχήν η πιο απλή και συνάμα αποτελεσματική αντιβίωση, βάσει αντιβιογράμματος, με σκοπό την κατά το δυνατόν αποφυγή ανάπτυξης μικροβιακής αντοχής.
Άλλοι παράγοντες που επίσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την επιλογή της αντιβιοτικής θεραπείας είναι η ακεραιότητα της νεφρικής λειτουργίας, η υπερευαισθησία του ασθενούς σε κάποια αντιβίωση, οι παρενέργειες των φαρμάκων και, τέλος, ειδικές περιπτώσεις ασθενών, όπως είναι τα παιδιά και οι έγκυες γυναίκες.
Η εμπειρική χορήγηση αντιβιοτικών γενικά δεν συνιστάται. Ωστόσο, σε ουρολοιμώξεις με βαριά κλινική εικόνα (εμπύρετο, σήψη) υπάρχει η ένδειξη έναρξης αντιβιοτικής αγωγής εμπειρικά, μέχρι να είναι διαθέσιμα τα αποτελέσματα της καλλιέργειας των ούρων και του αντιβιογράμματος. Η επιλογή της αντιβίωσης γίνεται με βάση το φάσμα δράσης της, στο οποίο πρέπει να περιλαμβάνονται οι μικροοργανισμοί που είναι γνωστό ότι προκαλούν τη συγκεκριμένη λοίμωξη. Η αλλαγή της αντιβιοτικής αγωγής θα πρέπει να γίνεται μόνο σε περίπτωση απουσίας βελτίωσης της κλινικής εικόνας μετά την παρέλευση 3-4 ημερών από την έναρξη της θεραπείας.
Ειδικά δοσολογικά σχήματα χρησιμοποιούνται στις περιπτώσεις που έχουμε υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις που οφείλονται σε ιδιοπαθή ευαισθησία ή σε νευρογενή κύστη. Χορηγούνται χαμηλές δόσεις αντιβίωσης καθημερινά ή μετά την σεξουαλική επαφή. Το είδος της αντιβίωσης αλλάζει κάθε έξι μήνες για την αποφυγή επιπλοκών και αντοχής των μικροβίων.
Αμοξυκιλλίνη και Κλαβουλανικό οξύ
(Augmentin)
Η κύρια ένδειξη αφορά λοιμώξεις από μικροβιακά στελέχη (στρεπτόκοκοι, εντερόκοκκοι), τα οποία παράγουν λακταμάση και στα οποία δεν είναι δραστική μόνη η αμοξυκιλλίνη, όπως λοιμώξεις αναπνευστικού, ουροποιογεννητικού, δέρματος και μαλακών μορίων, οστών και αρθρώσεων, ενδοκοιλιακή σήψη και προφυλακτικώς μετά από χειρουργικές επεμβάσεις. Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες αφορούν στο γαστρεντερικό σύστημα και εκδηλώνονται ως διάρροια, ναυτία και έμετοι.
Κεφακλόρη ( Ceclor)
Η κεφακλόρη (cefaclor) είναι αντιβίωση η οποία ανήκει στην ομάδα των ημισυνθετικών κεφαλοσπορινών δευτέρας γενεάς και προορίζεται για χορήγηση από του στόματος. Οι in vitro δοκιμασίες έχουν δείξει ότι η βακτηριοκτόνος δράση της κεφακλόρης οφείλεται στην αναστολή της σύνθεσης του κυτταρικού τοιχώματος των βακτηρίων. Η κύρια ενδειξή του αφορά μη επιπεπλεγμένες λοιμώξεις του ουροποιογεννητικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων της πυελονεφρίτιδας και κυστίτιδας, (με ταυτόχρονη κάλυψη για τα αναερόβια) που προκαλούνται από Ε.coli, P.mirabilis, Klebsiella spp.
Κεφτριαξόνη ( Rocephin )
Η κεφτριαξόνη (ceftriaxone) είναι μια μακράς δράσης, ευρέος φάσματος αντιβίωση της τάξης των κεφαλοσπορινών γ' γενεάς, για παρεντερική χρήση. Η βακτηριοκτόνος ενέργεια της κεφτριαξόνης προκύπτει από την αναστολή της σύνθεσης του τοιχώματος των κυττάρων. Η κεφτριαξόνη ενεργεί in vitro εναντίον ενός ευρέος φασματος κατά Gram-αρνητικών και Gram-θετικών μικροοργανισμών. Η κεφτριαξόνη έχει ένδειξη σε λοιμώξεις των γεννητικών οργάνων περιλαμβανομένης και της γονόρροιας.
Αζιθρομυκίνη ( Zithromax )
Η αζιθρομυκίνη (azithromycin) είναι η πρώτη αντιβίωση μίας υποομάδας των μακρολιδίων, γνωστής ως αζαλίδες. Ο μηχανισμός δράσης της αζιθρομυκίνης συνιστάται στην αναστολή της πρωτεϊνοσύνθεσης των βακτηρίων μέσω σύνδεσής της με τη ριβοσωμιακή υπομονάδα 50s και παρεμπόδισης της μετατόπισης των πεπτιδίων, χωρίς να επηρεάζει τη σύνθεση των πολυνουκλεοτιδίων. Στις σεξουαλικώς μεταδιδόμενες νόσους στον άνδρα και στη γυναίκα η αζιθρομυκίνη ενδείκνυται για τη θεραπεία των μη επιπλεγμένων λοιμώξεων του γεννητικού συστήματος των οφειλομένων σε Chlamydia trachomatis. Η αζιθρομυκίνη ενδείκνυται, επίσης, για τη θεραπεία του μαλακού έλκους που οφείλεται στον Haemophilus ducreyi στους άνδρες. Επίσης, η αζιθρομυκίνη ενδείκνυται για τη θεραπεία των μη επιπλεγμένων λοιμώξεων του γεννητικού συστήματος που οφείλονται σε μη πολυανθεκτικά στελέχη της Neisseria gonorrhoeae. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να αποκλεισθούν συνυπάρχουσες λοιμώξεις οφειλόμενες στο Treponema pallidum (σύφιλη).
Σιπροφλοξασίνη ( Ciproxin )
Η σιπροφλοξασίνη (ciprofloxacin) ανήκει στις κινολόνες, μια κατηγορία αντιβιοτικών που είναι κατάλληλη για τη θεραπεία λοιμώξεων ευρέως φάσματος. Η σιπροφλοξασίνη αναστέλει τη DNA γυράση κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σταματά τον βακτηριακό μεταβολισμό και την αναπαραγωγή. Η σιπροφλοξασίνη ενδύκνειται για λοιμώξεις του ουροποιητικού και γεννετικού συστήματος. Έχει πολύ καλή διείσδυση στους ιστούς και περνάει τον αιμο-προστατικό φραγμό. Είναι φάρμακο πρώτης επιλογής στην προστατίτιδα.
Νιτροφουραντοΐνη ( Furolin )
Η νιτροφουραντοΐνη (nitrofurantoin) ενεργοποιείται από τις βακτηριακές φλαβοπρωτεΐνες (αναγωγάση του νιτροφουρανίου), προκαλώντας την αναστολή του DNA, RNA, πρωτεϊνών, και την σύνθεση του κυτταρικού τοιχώματος. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι η αναστολή της βακτηριακής ανάπτυξης και κυτταρικού θανάτου.Η νιτροφουραντοΐνη ενδείκνυται σε λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος από κολοβακτηρίδια, κλεψιέλες, χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο, εντερόκοκκο και E. coli. Ενδείκνυται σε κυστίτιδες, προστατίτιδες και μετεγχειρητικές λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, ειδικά μετά από προστατεκτομή.Επίσης ενδείκνυται για τη θεραπεία λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος στην διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι μελέτες που έγιναν σε έμβρυα αποδεικνύουν ότι η νιτροφουραντοίνη δεν αυξάνει τις γενετικές ανωμαλίες. Αυτό αποδεικνύεται από 25χρονη κλινική χρήση, αλλά σκόπιμο είναι να χορηγείται με προσοχή σε έγκυες γυναίκες. Σε χρόνια χημειοπροφύλαξη για υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις δεν συνιστάται η συνεχόμενη χορήγηση για πάνω από 6 μήνες λόγω πνευμονικών επιπλοκών.
Σουλφαμεθοξαζόλη + Τριμεθοπρίμη
( Bactrimel )
Το BACTRIMEL περιέχει τριμεθοπρίμη και σουλφαμεθοξαζόλη. Η σουλφαμεθοξαζόλη αναστέλλει τη σύνθεση από το βακτήριο του διυδροφυλλικού οξέος διότι ανταγωνίζεται το παρααμινοβενζοικό οξύ, προκαλώντας βακτηριόσταση. Η τριμεθοπρίμη αναστέλλει αντιστρεπτά την αναγωγάση του διυδροφυλλικού του βακτηρίου (DHFR), ενός ενζύμου που δρα στη μεταβολική οδό του φυλλικού μετατρέποντας το διϋδροφυλλικό σε τετραϋδροφυλλικό. Ενδείκνυται για τη θεραπεία ουρολοιμώξεων που οφείλονται σε ευαίσθητα είδη των πιο κάτω μικροοργανισμών: Ε. coli, Klebsiella spp, Enterobacter spp, Morganella morganii, Proteus mirabilis, P. vulgaris. Οι περισσότερες από τις ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ελαφρές και είναι συνήθως γαστρεντερικές διαταραχές και δερματικά εξανθήματα.
Φωσφομυκίνη ( Fosfocin )
Η φωσφομυκίνη (fosfomycin) είναι είναι ένα ανάλογο του φωσφοενολοπυροσταφυλικού που παράγεται από στρεπτομύκητες και αναστέλλει μη αντιστρεπτά την τρανσφεράση του ενολοπυροσταφυλικού (MurA), η οποία εμποδίζει το σχηματισμό του N-acetylmuramic οξέος (ουσιώδες δομικό στοιχείο του κυτταρικού τοιχώματος).Κύριες ενδείξεις είναι η προφύλαξη από ουρολοίμωξη μετά από ουρολογικές χειρουργικές επεμβάσεις και διουρηθρικές διαγνωστικές διαδικασίες ( πχ. κυστεοσκόπηση) καθώς και η θεραπεία των οξέων μη επιπλεγμένων λοιμώξεων του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος (κυστίτιδες), σε γυναίκες, που προκαλούνται από τους μικροοργανισμούς που είναι ευαίσθητοι.
Γενταμικίνη ( Garamycin )
Η γενταμικίνη (gentamicin), μια αμινογλυκοσίδη, είναι ένα μικροβιοκτόνο αντιβιοτικό που δρα αναστέλλοντας την πρωτεϊνική σύνθεση των ευαίσθητων μικροοργανισμών. Η γενταμικίνη ενδείκνυται για την αγωγή λοιμώξεων που προκαλούνται από ευαίσθητα στελέχη των ακόλουθων μικροοργανισμών: Pseudomonas aeruginosa, ειδών Proteus (ινδόλη θετικών και αρνητικών), Escherichia coli, ειδών της ομάδας Klebsiella- Enterobacter- Serratia, ειδών Citrobacter, ειδών Providencia, ειδών Staphylococcus (κοαγκουλάση θετικών και αρνητικών, περιλαμβανομένων των στελεχών που είναι ανθεκτικά στην πενικιλλίνη και μεθικιλλίνη) και Neisseria gonorrhoeae.