Επίσχεση ούρων
Επίσχεση ούρων ονομάζεται η αδυναμία εκούσιας κένωσης της κύστης. Η οξεία επίσχεση ούρων χαρακτηρίζεται από την ξαφνική και επώδυνη αδυναμία ούρησης παρά το γεγονός ότι η ουροδόχος κύστη είναι γεμάτη. Η χρόνια επίσχεση ούρων χαρακτηρίζεταί από την προοδευτική και ανώδυνη αύξηση του υπολείμματος ούρων στην ουροδόχο κύστη μετά την ούρηση. Οι ασθενείς με επίσχεση ούρων μπορεί να παραπονεθούν για αδυναμία ούρησης, αίσθημα ατελούς κένωσης ή ακράτεια ούρων από υπερπλήρωση. Πιθανές επιπλοκές είναι η ουρολοίμωξη και η νεφρική ανεπάρκεια. Η πιθανότητα επίσχεσης ούρων αυξάνει με την ηλικία και είναι πιο συχνή στους άντρες
Αιτίες επίσχεσης ούρων.
Απόφραξη
Φράξιμο του κατώτερου ουροποιητικού σε επίπεδο αυχένα κύστης ή πιο κάτω μπορεί να προκαλέσει επίσχεση ούρων. Η αιτία της απόφραξης μπορεί να είναι ενδογενής του ουροποιητικού ( υπερπλασία προστάτη, στένωμα ουρήθρας, πέτρα στην ουροδόχο κύστη) ή εξωγενής ( όγκος της μήτρας ή του εντέρου που πιέζει τον αυχένα της κύστης).Η πιο συχνή αποφρακτική αιτία επίσχεσης ούρων είναι η καλοήθης υπερπλασία προστάτη, η οποία ευθύνεται για το 53% των περιπτώσεων επίσχεσης ούρων. Οι υπόλοιπες αποφρακτικές αιτίες ευθύνονται για το 23% των περιπτώσεων.
Άλλες αιτίες αποφρακτικής επίσχεσης ούρων είναι ο καρκίνος του προστάτη, η φίμωση και συσκευές που σφίγγουν το πέος. Στις γυναίκες, πρόπτωση πυελικών οργάνων και γυναικολογικοί όγκοι μπορούν να προκαλέσουν επίσχεση ούρων. Επίσχεση ούρων και στα δύο φύλα μπορεί να προκαλέσεί η παρουσία ξένων σωμάτων, πέτρας στην κύστη και στένωση της ουρήθρας. Σημαντική αιμορραγία του ουροποιητικού με σχηματισμό αιμοπηγμάτων μπορεί να προκαλέσει επίσχεση ούρων.
Λοιμώξεις και φλεγμονές
Η πιο συχνή αιτία επίσχεσης ούρων από ουρολοίμωξη είναι η οξεία προστατίτιδα. Η οξεία προστατίτιδα προκαλείται συνήθως από Gram αρνητικά βακτήρια και δημιουργεί φλεγμονή και οίδημα του προστάτη το οποίο μπορεί να φράξει το ουροποιητικό. Ουρηθρίτιδα από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα μπορεί να είναι αιτία απόφραξης καθώς και ο έρπης γεννητικών οργάνων μέσω τοπικής φλεγμονής ή επίδρασης στο ιερό νεύρο ( σύνδρομο Elsberg).
Φάρμακα
Φάρμακα που μπορούν να προκαλέσουν μείωση της αισθητικότητας και της συσπαστικότητας της ουροδόχου κύστης ή φάρμακα που αυξάνουν τον μυϊκό τόνο του αυχένα της κύστης και του προστάτη μπορούν να προκαλέσουν επίσχεση ούρων. Ο μηχανισμός δράσης μπορεί να περιλαμβάνει αναστολή του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος, ενεργοποίηση του συμπαθητικού ή αναστολή της σύνθεσης προσταγλαδινών. Φάρμακα για ψύχωση, κατάθλιψή και Parkinson μπορεί να προκαλέσουν επίσχεση ούρων καθώς επίσης και φάρμακα αντιφλεγμονώδη, ρινικά αποσυμφορητικά , μυοχαλαρωτικά και οπιοειδή.
Νευρογενή
Η καλή λειτουργία του κατώτερου ουροποιητικού προϋποθέτει καλή συνεργασία μεταξύ του κεντρικού, του αυτόνομού και του σωματικού περιφερικού νευρικού συστήματος. Βλάβες στον εγκέφαλο, στο νωτιαίο μυελό ή στο περιφερικό νευρικό σύστημα μπορεί να προκαλέσουν επίσχεση ούρων. Όταν η δυσλειτουργία του κατώτερου ουροποιητικού συνυπάρχει με διαγνωσμένο νευρολογικό πρόβλημα, τότε μιλάμε για νευρογενή κύστη.
Επίσχεση ούρων από νευρολογικά αίτια μπορεί να συμβεί τόσο σε άντρες όσο και σε γυναίκες. Αν και οι περισσότεροι ασθενείς με νευρογενή κύστη έχουν συχνοουρία και ακράτεια, ένα σημαντικό ποσοστό μπορεί να εμφανίσει επίσχεση ούρων. Μέχρι και το 56% των ασθενών που έχουν υποστεί εγκεφαλικό μπορεί να πάθουν επίσχεση ούρων λόγω υπολειτουργία του εξωστήρα μυ της κύστης, με τα συμπτώματα συνήθως να υποχωρούν μετά από 3 μήνες. Νευρογενή δυσλειτουργία της κύστης θα εμφανίσει ως και το 45% των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη και το 75 με 100% των ασθενών με περιφερική διαβητική νευροπάθεια. Στους ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση, η σοβαρότητα της νόσου συνδέεται με την εμφάνιση δυσλειτουργίας στην ούρηση, η οποία εμφανίζεται στο 80% των ασθενών. Το 20% των ασθενών με πολλαπλή σκλήρυνση εμφανίζουν επίσχεση ούρων. Άλλες νευρολογικές αιτίες επίσχεσης ούρων είναι η κήλη μεσοσπονδύλιου δίσκου, η κάκωση της σπονδυλικής στήλης και η συμπίεση του νωτιαίου μυελού από καλοήθη ή κακοήθη αίτια.
Άλλα αίτια.
Αρκετοί ασθενείς εμφανίζουν επίσχεση ούρων μετά από χειρουργείο. Αυτό μπορεί να οφείλεται στον πόνο, στην υπερδιάταση της κύστης, στη χρήση ιατρικών εργαλείων ή φαρμάκων. Ως και το 75% των ασθενών μετά από ολική αρθροπλαστική ισχίου και το 2 με 18% των γυναικών μετά από τοκετό, μπορεί να εμφανίσουν επίσχεση ούρων.
Κάκωση και ρήξη της ουροδόχου κύστης και της ουρήθρας λόγω τραύματος μπορεί να προκαλέσουν επίσχεση ούρων.
Διάγνωση και αρχική αντιμετώπιση
Οι ασθενείς με επίσχεση ούρων αναφέρουν συνήθως συμπτώματα δυσκολίας στην ούρηση με πόνο και μειωμένη ροή ούρων. Μπορεί να υπάρχει συχνοουρία, νυκτουρία, αίσθημα ότι δεν έχει αδειάσει η κύστη, καθυστέρηση στην έναρξη της ούρησης ή διακοπτόμενη ούρηση. Το καλύτερο εργαλείο για τη διάγνωση της επίσχεσης ούρων είναι το υπερηχογράφημα γιατί είναι εύκολο, ανώδυνο και μπορεί να μας δώσεις επιπρόσθετες πληροφορίες για τη διάγνωση όπως το μέγεθος του προστάτη, την ύπαρξη όγκου ή ξένου σώματος και την κατάσταση των νεφρών. Από εργαστηριακές εξετάσεις χρειάζεται συνήθως καλλιέργεια ούρων για να ελέγξουμε για πιθανή ουρολοίμωξη. Αν υπάρχει πιθανότητα κινδύνου των νεφρών, κάνουμε εργαστηριακές εξετάσεις για νεφρική λειτουργία και ηλεκτρολύτες. PSA δεν χρειάζεται γιατί είναι πάντα αυξημένο στις περιπτώσεις επίσχεσης ούρων.
Η επίσχεση ούρων αντιμετωπίζεται αρχικά με άμεσο καθετηριασμό της κύστης. Αν δεν μπορεί να γίνει ή δεν πρέπει να γίνει καθετηριασμός από την ουρήθρα, θα γίνει τοποθέτηση υπερηβικού καθετήρα. Πιθανά επακόλουθα του καθετηριασμού είναι η υπόταση, η αιμορραγία και η μετααποφρακτική πολυουρία. Αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι πρέπει να καθυστερήσει ο καθετηριασμός. Αρχικά ο καθετήρας παραμένει για μερικές μέρες μέχρι να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα και να σταθεροποιηθεί ο ασθενής. Μπορεί να γίνει και μια δοκιμασία ούρησης μετά την αφαίρεση του καθετήρα. Σε γενικές γραμμές η αντιμετώπιση του προβλήματος με τοποθέτηση μόνιμου καθετήρα δεν συνιστάται λόγω των επιπλοκών όπως ουρολοιμώξεις, διάβρωση ουρήθρας και σχηματισμού λίθων. Αν δεν μπορεί να γίνει αλλιώς συνιστάται η προτίμηση τοποθέτησης μόνιμου υπερηβικού καθετήρα.
Τελική αντιμετώπιση
Η θεραπεία της επίσχεσης ούρων εξαρτάται από το υποκείμενο νόσημα. Ανεξάρτητα από την αιτιολογία η επίσχεση ούρων οφείλεται είτε σε απόφραξη είτε σε υπολειτουργία του εξωστήρα της κύστης. Αν υπάρχει πρόβλημα στο να τα ξεχωρίσουμε τότε συνιστάται η διενέργεια ουροδυναμικής μελέτης.
Τα αποφρακτικά αίτια επίσχεσης ούρων αντιμετωπίζονται χειρουργικά. Το χειρουργείο μπορεί να είναι διουρηθρική προστατεκτομή για υπερπλασία προστάτη, οπτική ουρηθροτομή για στένωμα ουρήθρας ή λιθοτριψία για πέτρα στην ουροδόχο κύστη.
Η υπολειτουργία της κύστης δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με φάρμακα. Η κύρια λύση είναι η εκπαίδευση του ασθενή ή αυτού που τον φροντίζει στη διενέργεια διαλειπόντων καθετηριασμών. Μια άλλη λύση στην περίπτωση μη αποφρακτικής επίσχεσης ούρων είναι η νευροδιέγερση ιερού πλέγματος με την τοποθέτηση βηματοδότη χαμηλά στην πλάτη.