share on:

Αναβολικά

Τα αναβολικά – ανδρογονικά στεροειδή ή πιο απλά αναβολικά στεροειδή, περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα ενδογενών και συνθετικών ανδρογόνων. Το πιο σημαντικό ανδρογόνο στο ανθρώπινο σώμα είναι η τεστοστερόνη , η οποία απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1935 και έκτοτε έγινε δυνατή η σύνθεση τής και η εξωγενής χορήγησή της. Από τότε η έρευνα έχει εξελίξει διάφορα συνθετικά παράγωγα με δομικές αλλαγές που επιφέρουν ξεχωριστά χαρακτηριστικά σε κάθε ουσία.

Η αρχική χρήση των αναβολικών ήταν στον πρωταθλητισμό.  Η απαγόρευσή τους όμως από την Ολυμπιακή επιτροπή και η δημιουργία οργανισμών antidoping , μείωσε τη χρήση στους αθλητές υψηλών επιδόσεων. Αντίθετα παρατηρείται αύξηση της χρήσης αναβολικών από αθλητές που δεν κάνουν πρωταθλητισμό ή από μη αθλητές που τα χρησιμοποιούν για αισθητικούς λόγους.

Οι χρήστες αναβολικών συνήθως δεν αναζητούν ιατρική βοήθεια ή δεν το αναφέρουν στο ιστορικό τους. Ο λόγος είναι κυρίως η δυσπιστία για τη γνώση που έχουν οι γιατροί σχετικά με τα αναβολικά καθώς και ο φόβος στιγματισμού εκ μέρους των γιατρών. Οι χρήστες αναβολικών παίρνουν πληροφορίες από φίλους, forum στο internet και κάποιους αυτοανακυρηγμένους προπονητές/guru. Εντούτοις μελέτες έχουν δείξει ότι 1 στους 10 χρήστες αναβολικών κάνει ενέσεις με επικίνδυνο τρόπο και σχεδόν όλοι έχουν παρενέργειες από τα φάρμακα.

Τεστοστερόνη

Η κύρια λειτουργία των όρχεων είναι η παραγωγή τεστοστερόνης και σπερματοζωαρίων. Η διπλή αυτή λειτουργία βρίσκεται υπό τον έλεγχο του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-γονάδες. η οποία φτάνει στον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης όπου ενεργοποιεί την έκκριση δύο βασικών ορμονών για την αναπαραγωγή: της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) και της ωχρινοποιητικής ορμόνης (LH). Οι ορμόνες αυτές μέσω της κυκλοφορίας του αίματος φτάνουν στους όρχεις. Η FSH επιδρά στα κύτταρα του Sertoli και προωθεί την σπερματογένεση. Η LH επιδρά στα κύτταρα του Leydig και προωθεί την παραγωγή τεστοστερόνης.

Η επίδραση της τεστοστερόνης στα κύτταρα γίνεται μέσω της σύνδεσης με τον ανδρογονικό υποδοχέα που βρίσκεται στο κυτταρόπλασμα και της επακόλουθης ενεργοποίησης  της μεταγραφής DNA και της σύνθεσης πρωτεϊνών.

Η τεστοστερόνη έχει και άλλες δράσεις. Μέσω της αρωματάσης μετατρέπεται σε 17-β-οιστραδιόλη και μέσω της 5α-αναγωγάσης μετατρέπεται σε διυδροτεστοστερόνη.

Η ναδρολόνη (19-νορτεστοστερόνη) είναι ένα ενδογενές στεροειδές που υπάρχει ως ενδιάμεση ουσία της μετατροπής της τεστοστερόνης σε οιστραδιόλη. Σε φυσιολογικές συνθήκες η ναδρολόνη δεν ανιχνεύεται στο αίμα. Η ναδρολόνη διαφέρει από άλλα αναβολικά γιατί έχει λιγότερη ανδρογονική δράση αλλά ισχυρή προγεσταγονική δράση και ισχυρή αντιγοναδοτροπική δράση.

Η διυδροτεστοστερόνη είναι πιο ισχυρό ανδρογόνο από την τεστοστερόνη. Τα συνθετικά παράγωγα της διυδροτεστοστερόνης όπως η ανδροστανολόνη δεν μπορούν να μετατραπούν από την αρωματάση και δεν έχουν οιστρογονικές παρενέργειες. Η διυδροτεστοστερόνη έχει ασθενή αναβολική δράση γιατί οι γραμμωτοί μύες έχουν ένα ένζυμο, την 3 α υδροξυστεροειδικη αφυδρογοναση με μεγάλη συνάφεια για τα παράγωγα διυδροτεστοστερόνης και η οποία τα μετατρέπει σε ουσίες με χαμηλή συνάφεια με τον αδρογονικό υποδοχέα.

Υπό κανονικές συνθήκες οι ανδρογονικοί υποδοχείς είναι κορεσμένοι από την τεστοστερόνη που κυκλοφορεί στον οργανισμό ακόμα και σε άντρες με χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης. Είναι λοιπόν παράδοξο που η χορήγηση αναβολικών σε πάνω από τα φυσιολογικά επίπεδα αυξάνει τη μυική μάζα και δύναμη.

Μια πιθανή αιτία είναι ότι τα αναβολικά συνδέονται με τους υποδοχείς των γλυκοκοτρικοειδών. Τα γλυκοκορτικοειδή μειώνουν τον αναβολισμό των γραμμωτών μυών και η καταστολή τους οδηγεί σε αύξηση της μυικής μάζας. Επίσης η καταστολή των γλυκοκορτικοειδών οδηγεί σε ενεργοποίηση της αυξητικής ορμόνης και του ινσουλινόμορφου αυξητικού παράγοντα ( IGF-1, σωματομεδίνη) , ουσίες με έντονη αναβολική δράση

Κατηγορίες αναβολικών

Παραδοσιακά τα αναβολικά ταξινομούνται ανάλογα με την οδό χορήγησης και τον διαλύτη τους και χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:

  • Αναβολικά σε μορφή χαπιού ή 17 α αλκυλιωμένα στεροειδή.

Τα αναβολικά αυτά προκύπτουν με αντικατάσταση του 17 α υδροδόνου στον στεροειδή πυρήνα από ομάδα μεθυλίου ή αιθυλίου. Η αλκυλίωση αποτρέπει την απενεργοποίηση του αναβολικού από τον ηπατικό μεταβολισμό. Έχουν μικρό χρόνο ημίσειας ζωής και χρειάζονται πολλαπλές καθημερινές δόσεις. Επίσης χρειάζεται παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας.

  • Ενέσιμα αναβολικά ή 17 β εστεροποιημένα στεροειδή. 

Συνήθως η 17 β υδροξυλική ομάδα εστεροποιείται με ένα τμήμα οξέως για να έχουμε καθυστερημένη απελευθέρωση από το έλαιο. Όσο πιο μεγάλη η αλυσίδα του οξέως, τόσο πιο αργή η απορρόφηση. Ο πόνος στο σημείο της ένεσης είναι σύνηθης.

Τα αναβολικά μπορεί να ταξινομηθούν ανάλογα και τον τρόπο δράσης τους:

  • Ανάλογα τεστοστερόνης.

Ισχυρή δράση με αναλογία αναβολισμού / ανδρογονισμού κοντά στο 1/1 .

  • Ανάλογα διυδροτεστοστερόνης.

Έντονη ανδρογονική δράση. Δεν προκαλούν κατακράτηση νερού και νατρίου.

  • Ανάλογα ναδρολόνης

Έχουν την υψηλότερη αναλογία αναβολικής/ανδρογονικής δράσης. Είναι τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα στην κλινική πράξη (καχεξία, εγκαύματα, ΧΑΠ).

 

Ενέσιμα αναβολικά

Παράγωγα διυδροτεστοστερόνης

Δροστανολόνη,

Μεστερολόνη,

Στανοζολόλη

Παράγωγα τεστοστερόνης

Κυπιονική τεστοστερόνη,

Προπιονική τεστοστερόνη,

Ενανθική τεστοστερόνη,

Δεκανοϊκή τεστοστερόνη,

Μπολντενόνη ενδεκυλενική,

Ισοκαπροϊκή τεστοστερόνη 

Παράγωγα 19-νορτεστοστερόνης

Ναδρολόνη,

Τρεμπολόνη

 

Από του στόματος αναβολικά
Παράγωγα διυδροτεστοστερόνης

Οξανδρολόνη,

Οξυμεθολόνη,

Μεθενολόνη, 

Στανοζολόλη

Παράγωγα τεστοστερόνης

Μεθύλτεστοστερόνη,

Μεθανδροστενολόνη,

Φλουοξυμεστερόνη, 

Χλωροδεϋδρομεθυλτεστοστερόνη

Προορμόνες

Μεθαστερόνη, 

Aνδροστενεδιόνη, 

Δεϋδροεπιανδροστερόνη

 

Παρενέργειες των αναβολικών

Η επίδραση των αναβολικών στο ανθρώπινο σώμα είναι πολύ καλά γνωστή. Τα αναβολικά αυξάνουν την σύνθεση ερυθρών αιμοσφαιρίων και πρωτεϊνών, τη λιπόλυση, την έκκριση σμήγματος, την τριχοφυΐα και τη libido. Η καταστολή της δράσης των γλυκοκορτικοειδών έχει επίσης αναβολική δράση και προκαλεί υπερτροφία των γραμμωτών μυϊκών ινών.
Οι παρενέργειες των αναβολικών είναι επίσης πολύ καλά γνωστές. Η ανδρογονική δράση προκαλεί ακμή, αλωπεκία και δυσκολία στην ούρηση λόγω υπερπλασίας του προστάτη. Η διακοπή της χρήσης αναβολικών προκαλεί στυτική δυσλειτουργία και μειωμένη σεξουαλική επιθυμία λόγω μειωμένης ενδογενούς παραγωγής τεστοστερόνης. Αυξημένα επίπεδα τεστοστερόνης προκαλούν και αυξημένη αρωματοποίηση σε οιστρογόνα με αποτέλεσμα γυναικομαστία. Τα αλκυλιωμένα στεροειδή προκαλούν βλάβες στο συκώτι όπως ηπατική πελίωση, χολεστατικός ίκτερος και νεοπλασίες.
Η πιο σημαντική επίπτωση της μακροχρόνιας χρήσης αναβολικών είναι στο καρδιαγγειακό σύστημα. Τα αναβολικά προκαλούν υπέρταση, αρρυθμίες, ερυθροκυττάρωση και κοιλιακή δυσλειτουργία. Ο κίνδυνος θανάτου είναι 4,6  φορές μεγαλύτερος στους χρήστες αναβολικών από ότι στο γενικό πληθυσμό. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις νεφρικής ανεπάρκειας λόγω ραβδομυόλυσης και διάχυτης μεμβρανουπερπλαστικής σπειραματονεφρίτιδας.
Τα αναβολικά έχουν επίσης και ψυχιατρικές επιπλοκές όπως επιθετική συμπεριφορά, κατάθλιψη ακόμα και ψύχωση. Έχουν περιγραφεί σύνδρομα στέρησης και η πιθανότητα ψυχιατρικών επιπλοκών αυξάνει όταν υπάρχει σχετικό ιστορικό ή κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών.

Υπογονιμότητα λόγω αναβολικών

Τα αναβολικά προκαλούν αρνητικό feedback στον άξονα υποθάλαμος- υπόφυση με αποτέλεσμα την καταστολή της έκκρισης LH και FSH. Επιπλέον ενώ η συγκέντρωση ανδρογόνων στο αίμα είναι πολύ υψηλή, η συγκέντρωση τεστοστερόνης εντός των όρχεων είναι πολύ χαμηλή. Η εικόνα είναι παρόμοια με αυτή του υπογοναδοτροπικού υπογοναδισμού , με ατροφία των όρχεων και διαταραχές της σπερματογένεσης. 
Οι χρήστες αναβολικών εμφανίζουν ολιγοσπερμία ή αζωοσπερμία μαζί με μειωμένη κινητικότητα του σπέρματος και τερατοσπερμία. Η σπερματογένεση ανακάμπτει συνήθως σε 4 με 12 μήνες αλλά υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αζωοσπερμία παραμένει ακόμα και 5 χρόνια μετά την διακοπή των αναβολικών.

Εικόνα admin

Αντώνιος Λογοθέτης Ουρολόγος, Fellow European Board of Urology

Σπούδασα στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο και αποφοίτησα το 2003. Ειδικεύτηκα για 1 ½ χρόνο στη χειρουργική στο Νοσοκομείο Παίδων Πεντέλης, έπειτα για 6 μήνες στην Ουρολογική Κλινική του Νοσοκομείου Σύρου και για 4 χρόνια στην Β’ Πανεπιστημιακή Κλινική του Σισμανόγλειου Νοσοκομείου. Η συνεχής ενημέρωση στον τομέα της ουρολογίας είναι πρωταρχικός μου στόχος, έτσι μετά εξειδικεύτηκα στην Ακράτεια και τη Νευροουρολογία στο Νοσοκομείο Southmead NHS Trust, Bristol στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ογκολογική Ουρολογία στο νοσοκομείο The Christie NHS Foundation Trust Manchester. Οι τομείς που ειδικεύομαι είναι η νευροουρολογία, η ουροδυναμική, η στυτική δυσλειτουργία, υπογονιμότητα, η γυναικο-ουρολογία και η ακράτεια. Είμαι επιστημονικός συνεργάτης του Ιατρικού Αθηνών όπου είμαι υπεύθυνος για το Ουροδυναμικό εργαστήριο και επιστημονικός συνεργάτης για τον καρκίνο του πέους της Β’ Πανεπιστημιακής Ουρολογικής Κλινικής και υποψήφιος διδάκτορας.

No comment

Leave a Response

CAPTCHA
This question is for testing whether or not you are a human visitor and to prevent automated spam submissions.